-
1 руль
руль м το τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν (автомашины)' править рулём κρατώ το τιμόνι; сидеть за рулём (автомашины) βρίσκομαι στο βολάν* * *мτο τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν ( автомашины)пра́вить рулём — κρατώ το τιμόνι
сиде́ть за рулём (автомашины) — βρίσκομαι στο βολάν
-
2 баранка
-
3 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
4 баранка
баранкаж1. τό κουλουράκι, τό σιμίτι;2. (руля) разг τό τιμόνι αὐτοκινήτου, τό βολάν. -
5 руль
рул||ьм τό τιμόνι, τό πηδάλιο[ν], τό δοιάκι, ὁ οἰαξ / τό βολάν (тк. автомобиля):\руль высоты ἀβ. ὁ ὑψωτήρ· стоять у \рулья прям., перен κρατώ τό τιμόνι·2. перен ἡ κυβέρνηση [-ις], ἡ διοίκηση [-ις]. -
6 flyer
1) (a person who flies an aeroplane etc or is in one.) αεροπόρος2) (a sheet of paper advertising a product, event etc: handing out flyers to passers-by.) διαφημιστικό φυλλάδιο,φείγ-βολάν -
7 handbill
noun (a small printed notice.) διαφημιστικό έντυπο/φέιγ-βολάν -
8 handout
1) (a leaflet or a copy of a piece of paper with information given to students in class, distributed at a meeting etc: You'll find the diagram on page four of your handout.) φυλλάδιο,φέιγ-βολάν2) (money, clothes etc given to a very poor person or a beggar.) ελεημοσύνη -
9 волан
-а α.σφόνδυλος μηχανής, βολάν. -
10 колесо
-а ουδ.1. τροχός, ρόδα•колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•
колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•
ведущее колесо κινητήριος τροχός•
зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•
рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•
гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•
гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•
колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.
2. επίρ. -ом σαν τροχός•кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.
εκφρ.колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•на -ах – σε διαρκές ταξίδι•пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). -
11 летучка
-и θ.1. δελτίο ανακοινώσεων, φέιγ-βολάν.2. σύντομη (πεταχτή) συνέλευση.3. προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών).4. ελαφρόσποροι (παρασυρόμενοι από τον άνεμο). -
12 маховик
-а α.δυναμοδέκτης, σφόνδυλος, βολάν..
См. также в других словарях:
βολάν — το (λ. γαλλ.) 1. το τιμόνι του αυτοκινήτου: Έμαθε να οδηγεί και κάθισε στο βολάν. 2. φραμπαλάς, λωρίδα διακοσμητική από ύφασμα ή δανδέλα στο κάτω μέρος γυναικείου ρούχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολάν — το 1. ο τροχός περιστροφής στο τιμόνι του αυτοκινήτου 2. (σε γυναικεία και παιδικά ενδύματα) διακοσμητική ταινία από ύφασμα ή δαντέλα, ιδίως στο κάτω μέρος της φούστας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. volant] … Dictionary of Greek
βολάν — βολά̱ν , βολή throw fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέιγ-βολάν — το, Ν άκλ. διαφημιστικό έντυπο που μοιράζεται στον δρόμο ή διασκορπίζεται από κινούμενο όχημα ή από ψηλό σημείο, λ.χ. από εξώστη ή παράθυρο πολυκατοικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feuille volante < feuille «φύλλο» + volante «αυτός που πετάει,… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
ακροπρεπίδι — το συνήθ. στον πληθ. τα ακροπρεπίδια γαρνιτούρα που προσαρτάται στις άκρες γυναικείων φορεμάτων, όπως ο «φραμπαλάς», τα «βολάν» κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πρεπίδι] … Dictionary of Greek
ρομανθέρο — (romancero). Έτσι έχουν ονομαστεί οι παλιές συλλογές των romances, ισπανικών επικολυρικών ποιημάτων σε οκτασύλλαβους με ομοιοκαταληξία στους ζυγούς στίχους. Οι πρώτες συλλογές romances χρονολογούνται από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 15ου αι. και … Dictionary of Greek
επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… … Dictionary of Greek
τιμόνι — το ιού (λ. ιταλ.) 1. πηδάλιο πλοίου, αεροπλάνου, αυτοκινήτου κτλ., βολάν. 2. διοίκηση, διακυβέρνηση, κουμάντο: Κρατάει το τιμόνι του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)